βροτός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βροτός''': ὁ, ποιητ. [[ὄνομα]], θνητὸς [[ἄνθρωπος]], κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[ἀθάνατος]] ἤ [[θεός]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμηρῳ ὁ [[ὁποῖος]] μεταχειρίζεται αὐτὸ συχνότερον ὡς οὐσιαστ., οἷοι νῦν βροτοί εἰσι Ἰλ. Ε. 304, κτλ.· βροτὸς ἀνὴρ Ε. 361· ― ὡς θηλ., βροτὸς αὐδήεσσα Ὀδ. Ε. 334· β. οὖσαν Ἀνθ. II. 9.89· παρὰ Τραγ. ὁ ἑνικ. δὲν [[εἶναι]] [[συνήθης]]· ἀλλ’ ἀντ’ [[αὐτοῦ]] τίθεται ἡ γεν. πληθ., βροτῶν, [[μετὰ]] τὰ τις, [[οὐδείς]], πολλοί, κτλ., Σοφ. Ο. Τ. 437, 981, κτλ.· τὸ βροτοὶ [[οὐδέποτε]] λαμβάνει τὸ ἄρθρον παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, πλὴν [[ὁπόταν]] προστεθῇ ἐπίθετον ἢ [[ἀντωνυμία]], τῶν πολυπόνων βρ. Εὐρ. Ὀρ. 175· [[ἡμεῖς]] οἱ βρ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 601, πρβλ. Σαννυρ. Γελ. 1 · οἱ ταλαίπωροι βρ. Ἄλεξ. εἰς τὸ Φρέαρ 2· οἱ πάντες βρ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 9. ― Σπάν. παρὰ πεζοῖς, Πλάτ. Πολ. 566D, Ἀριστ. Τοπ. 5. 4. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Χο. 129, βροτοῖς κεῖται χαλαρώτερον ἐπὶ θνητῶν ἀνθρώπων ([[μετὰ]] θάνατον)· ὁ Herm. ἀναγινώσκει φθιτοῖς, ὁ δὲ Σχολ. νεκροῖς. (Τὸ β παριστᾷ τῆς ῥίζης τὸ μ, ἴδε ἐν λ. ἄμβροτος).
|lstext='''βροτός''': ὁ, ποιητ. [[ὄνομα]], θνητὸς [[ἄνθρωπος]], κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ [[ἀθάνατος]] ἤ [[θεός]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμηρῳ ὁ [[ὁποῖος]] μεταχειρίζεται αὐτὸ συχνότερον ὡς οὐσιαστ., οἷοι νῦν βροτοί εἰσι Ἰλ. Ε. 304, κτλ.· βροτὸς ἀνὴρ Ε. 361· ― ὡς θηλ., βροτὸς αὐδήεσσα Ὀδ. Ε. 334· β. οὖσαν Ἀνθ. II. 9.89· παρὰ Τραγ. ὁ ἑνικ. δὲν [[εἶναι]] [[συνήθης]]· ἀλλ’ ἀντ’ [[αὐτοῦ]] τίθεται ἡ γεν. πληθ., βροτῶν, [[μετὰ]] τὰ τις, [[οὐδείς]], πολλοί, κτλ., Σοφ. Ο. Τ. 437, 981, κτλ.· τὸ βροτοὶ [[οὐδέποτε]] λαμβάνει τὸ ἄρθρον παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς, πλὴν [[ὁπόταν]] προστεθῇ ἐπίθετον ἢ [[ἀντωνυμία]], τῶν πολυπόνων βρ. Εὐρ. Ὀρ. 175· [[ἡμεῖς]] οἱ βρ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 601, πρβλ. Σαννυρ. Γελ. 1 · οἱ ταλαίπωροι βρ. Ἄλεξ. εἰς τὸ Φρέαρ 2· οἱ πάντες βρ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 9. ― Σπάν. παρὰ πεζοῖς, Πλάτ. Πολ. 566D, Ἀριστ. Τοπ. 5. 4. ΙΙ. ἐν Αἰσχύλ. Χο. 129, βροτοῖς κεῖται χαλαρώτερον ἐπὶ θνητῶν ἀνθρώπων ([[μετὰ]] θάνατον)· ὁ Herm. ἀναγινώσκει φθιτοῖς, ὁ δὲ Σχολ. νεκροῖς. (Τὸ β παριστᾷ τῆς ῥίζης τὸ μ, ἴδε ἐν λ. ἄμβροτος).
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> mortel, mortelle : βροτὸς [[ἀνήρ]], homme mortel ; βροτοὶ [[ἄνδρες]], hommes mortels;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> un mortel, un homme ; βροτὸς [[θνητός]] OD un homme mort ; <i>fém.</i> [[βροτός]], une mortelle.<br />'''Étymologie:''' pour *μβροτός de *μροτός de *μορτός, de la R. Mar <i>ou</i> Mor, mourir ; cf. ἄ-μβροτος et <i>lat.</i> mortuus.
}}
}}