3,277,068
edits
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακρέκομαι''': Μέσ., [[ἀνακρούω]] ἐντατὸν [[ὄργανον]] διὰ τοῦ πλήκτρου, ἠχῶ, [[φθέγγομαι]], σὲ [[ἅπας]] [[ὄρνις]] ἀνακρέκεται, ἑκαστον πτηνὸν παρασκευάζειν τὴν φωνήν του διὰ σέ, Ἀνθ. Π. 9. 562. Ἴδε [[κρέκω]]. | |lstext='''ἀνακρέκομαι''': Μέσ., [[ἀνακρούω]] ἐντατὸν [[ὄργανον]] διὰ τοῦ πλήκτρου, ἠχῶ, [[φθέγγομαι]], σὲ [[ἅπας]] [[ὄρνις]] ἀνακρέκεται, ἑκαστον πτηνὸν παρασκευάζειν τὴν φωνήν του διὰ σέ, Ἀνθ. Π. 9. 562. Ἴδε [[κρέκω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=commencer à frapper les cordes d’une lyre, commencer à chanter ; [[εἴς]] τινα en l’honneur de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κρέκω]]. | |||
}} | }} |