ἀνακρέκομαι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακρέκομαι''': Μέσ., [[ἀνακρούω]] ἐντατὸν [[ὄργανον]] διὰ τοῦ πλήκτρου, ἠχῶ, [[φθέγγομαι]], σὲ [[ἅπας]] [[ὄρνις]] ἀνακρέκεται, ἑκαστον πτηνὸν παρασκευάζειν τὴν φωνήν του διὰ σέ, Ἀνθ. Π. 9. 562. Ἴδε [[κρέκω]].
|lstext='''ἀνακρέκομαι''': Μέσ., [[ἀνακρούω]] ἐντατὸν [[ὄργανον]] διὰ τοῦ πλήκτρου, ἠχῶ, [[φθέγγομαι]], σὲ [[ἅπας]] [[ὄρνις]] ἀνακρέκεται, ἑκαστον πτηνὸν παρασκευάζειν τὴν φωνήν του διὰ σέ, Ἀνθ. Π. 9. 562. Ἴδε [[κρέκω]].
}}
{{bailly
|btext=commencer à frapper les cordes d’une lyre, commencer à chanter ; [[εἴς]] τινα en l’honneur de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κρέκω]].
}}
}}