μετεωροπόρος: Difference between revisions

25
(6_18)
(25)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετεωροπόρος''': -ον, ὁ ὑψηλὰ πλανώμενος, [[ὑψηλόφρων]], Γρηγ. Θ. 1077C, Βασίλ. Μ. Ι, 300B.
|lstext='''μετεωροπόρος''': -ον, ὁ ὑψηλὰ πλανώμενος, [[ὑψηλόφρων]], Γρηγ. Θ. 1077C, Βασίλ. Μ. Ι, 300B.
}}
{{grml
|mltxt=[[μετεωροπόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πλανιέται στα ύψη<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[υψηλόφρων]]<br />β) [[ταραγμένος]], σαστισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετέωρος]] <span style="color: red;">+</span> [[πόρος]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οδοι</i>-[[πόρος]], <i>ποντο</i>-[[πόρος]])].
}}
}}