3,240,908
edits
(6_3) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπολίτευτος''': [ῑ] -ον, [[ἄνευ]] πολιτικοῦ ὀργανισμοῦ, [[ἄνευ]] πολιτείας, ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2. ΙΙ. ὁ μὴ λαμβάνων [[μέρος]] εἰς δημοσίας ὑποθέσεις, ὁ μὴ ἀναμιγνυόμενος εἰς τὰ πολιτικά, ὁ μὴ [[πολιτικός]], Πλουτ. Μάρ. 31· ὁ ἀποσυρθεὶς ἀπὸ τῶν δημοσίων, [[ἀκατάλληλος]] πρὸς τὸ πολιτεύεσθαι, [[βίος]], [[γῆρας]] ὁ αὐτ. 2. 1098D, κτλ.· ἐπὶ ὑπουργημάτων, γλώσσης, κτλ., ὁ αὐτ. Κράσσ. 12., 2, 7Α, κτλ.· ἀπ. [[θάνατος]], οἷος ὁ τοῦ ἰδιώτου ἀνθρώπου, ὁ αὐτ. Λυκ. 29· ἀπ. λόγοι, [[γλῶσσα]] μὴ ἀρέσκουσα εἰς τὸν ὄχλον, ὁ αὐτ. 2. 1034Β. | |lstext='''ἀπολίτευτος''': [ῑ] -ον, [[ἄνευ]] πολιτικοῦ ὀργανισμοῦ, [[ἄνευ]] πολιτείας, ἐπὶ ἐθνῶν, Ἀριστ. Πολ. 7. 7, 2. ΙΙ. ὁ μὴ λαμβάνων [[μέρος]] εἰς δημοσίας ὑποθέσεις, ὁ μὴ ἀναμιγνυόμενος εἰς τὰ πολιτικά, ὁ μὴ [[πολιτικός]], Πλουτ. Μάρ. 31· ὁ ἀποσυρθεὶς ἀπὸ τῶν δημοσίων, [[ἀκατάλληλος]] πρὸς τὸ πολιτεύεσθαι, [[βίος]], [[γῆρας]] ὁ αὐτ. 2. 1098D, κτλ.· ἐπὶ ὑπουργημάτων, γλώσσης, κτλ., ὁ αὐτ. Κράσσ. 12., 2, 7Α, κτλ.· ἀπ. [[θάνατος]], οἷος ὁ τοῦ ἰδιώτου ἀνθρώπου, ὁ αὐτ. Λυκ. 29· ἀπ. λόγοι, [[γλῶσσα]] μὴ ἀρέσκουσα εἰς τὸν ὄχλον, ὁ αὐτ. 2. 1034Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> étranger au gouvernement : [[βίος]] [[ἀπολίτευτος]] PLUT vie en dehors des affaires publiques;<br /><b>2</b> peu fait pour le gouvernement, pour la politique;<br /><b>3</b> inutile aux concitoyens, à l’État;<br /><b>4</b> impopulaire;<br /><b>5</b> qui n’est pas d’usage courant.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πολιτεύω]]. | |||
}} | }} |