κόνδαξ: Difference between revisions

21
(6_4)
(21)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόνδαξ''': -ᾱκος, ὁ, πιθ. ἡ ἐν λέξ. κυνδαλισμὸς περιγραφομένη παιδιὰ (ἴδε [[κόνταξ]])· ― μεταφ., κόνδακα παίζειν, ἐπὶ σαρκικῆς συνουσίας, Ἀνθ. Π. 5. 61.
|lstext='''κόνδαξ''': -ᾱκος, ὁ, πιθ. ἡ ἐν λέξ. κυνδαλισμὸς περιγραφομένη παιδιὰ (ἴδε [[κόνταξ]])· ― μεταφ., κόνδακα παίζειν, ἐπὶ σαρκικῆς συνουσίας, Ἀνθ. Π. 5. 61.
}}
{{grml
|mltxt=[[κόνδαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] παιχνιδιού που παιζόταν με [[ακόντιο]] [[χωρίς]] [[αιχμή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[παίζω]] κόνδακα»<br /><b>μτφ.</b> συνουσιάζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνδοι]] «κεραῖαι, ἀστράγαλοι» (<b>Ησύχ.</b>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ρύ</i>-<i>αξ</i>, <i>πίδ</i>-<i>αξ</i>)].
}}
}}