3,274,873
edits
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκηπτοῦχος''': Δωρ. σκαπτ-, ον, ([[σκῆπτον]], ἔχω) ὁ φέρων ῥάβδον ἢ [[σκῆπτρον]] ὡς [[σημεῖον]] τῆς ἀρχηγίας, σκ. [[βασιλεύς]], ἔχων [[σκῆπτρον]], [[σκηπτροφόρος]], Ἰλ. Β. 86, Ὀδ. Β. 231, κτλ.· [[ὅστις]] σκ. εἴη, Ἰλ. Ξ. 93· [[μετὰ]] γεν., σκ. θεῶν, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ὀρφ. Ὕμν. 54 (55). 11· Ἄρης ἠνορέης σκ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἄρην 6. 2) ὡς οὐσιαστ., ὁ φέρων [[ῥαβδίον]], [[σκῆπτρον]], [[μέγας]] ἀξιωματικὸς τῆς Περσικῆς αὐλῆς· [[καθόλου]], [[εὐνοῦχος]], ἢ [[τύραννος]] ἢ σκ. Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 69, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 3, 16., 8. 1, 38., 8. 3, 15, Ἀνάβ. 1. 6, 11. | |lstext='''σκηπτοῦχος''': Δωρ. σκαπτ-, ον, ([[σκῆπτον]], ἔχω) ὁ φέρων ῥάβδον ἢ [[σκῆπτρον]] ὡς [[σημεῖον]] τῆς ἀρχηγίας, σκ. [[βασιλεύς]], ἔχων [[σκῆπτρον]], [[σκηπτροφόρος]], Ἰλ. Β. 86, Ὀδ. Β. 231, κτλ.· [[ὅστις]] σκ. εἴη, Ἰλ. Ξ. 93· [[μετὰ]] γεν., σκ. θεῶν, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ὀρφ. Ὕμν. 54 (55). 11· Ἄρης ἠνορέης σκ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἄρην 6. 2) ὡς οὐσιαστ., ὁ φέρων [[ῥαβδίον]], [[σκῆπτρον]], [[μέγας]] ἀξιωματικὸς τῆς Περσικῆς αὐλῆς· [[καθόλου]], [[εὐνοῦχος]], ἢ [[τύραννος]] ἢ σκ. Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 69, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 3, 16., 8. 1, 38., 8. 3, 15, Ἀνάβ. 1. 6, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui porte un sceptre :<br /><b>1</b> roi, chef;<br /><b>2</b> <i>chez les Perses</i> grand de l’empire.<br />'''Étymologie:''' *σκῆπτον, [[ἔχω]]. | |||
}} | }} |