ὀξύγαλα: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀξύγᾰλα''': -ακτος, τό, ξινόγαλα, πίνουσι.. [[ὀξύγαλα]] τῶν προβάτων Κτησ. Ἰνδ. 22, πρβλ. Στράβ. 311, Πλουτ. Ἀρτοξ. 3. πρβλ. Κολουμέλλ. 12. 8.
|lstext='''ὀξύγᾰλα''': -ακτος, τό, ξινόγαλα, πίνουσι.. [[ὀξύγαλα]] τῶν προβάτων Κτησ. Ἰνδ. 22, πρβλ. Στράβ. 311, Πλουτ. Ἀρτοξ. 3. πρβλ. Κολουμέλλ. 12. 8.
}}
{{bailly
|btext=ὀξυγάλακτος (τό) :<br />lait aigri, petit-lait.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[γάλα]].
}}
}}