εὔκλαστος: Difference between revisions

15
(6_15)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔκλαστος''': -ον, ([[κλάω]]) ὁ εὐχερῶς κλώμενος, [[εὔθραυστος]], Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 60.
|lstext='''εὔκλαστος''': -ον, ([[κλάω]]) ὁ εὐχερῶς κλώμενος, [[εὔθραυστος]], Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ε. 60.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔκλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[σπάζει]] εύκολα, ο [[εύθραυστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κλαστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>κλω</i> «[[σπάζω]], [[κόβω]] σε κομμάτια»)].
}}
}}