λειοκάρηνος: Difference between revisions

22
(6_3)
(22)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λειοκάρηνος''': [ᾰ], -ον, ἔχων λείαν, φαλακρὰν κεφαλήν, [[Πολυδ]]. Β΄, 26.
|lstext='''λειοκάρηνος''': [ᾰ], -ον, ἔχων λείαν, φαλακρὰν κεφαλήν, [[Πολυδ]]. Β΄, 26.
}}
{{grml
|mltxt=[[λειοκάρηνος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει λείο και γυαλιστερό [[κεφάλι]], [[φαλακρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάρηνον]] «[[κεφάλι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξανθο</i>-<i>κάρηνος</i>, <i>χρυσο</i>-<i>κάρηνος</i>].
}}
}}