ὀρνεακός: Difference between revisions

29
(6_11)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρνεᾰκός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ὄρνεα, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 598.
|lstext='''ὀρνεᾰκός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς ὄρνεα, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 598.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρνεακός]], -ή, -όν (Μ)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρνεα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρνεον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ακός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ιχθυ</i>-<i>ακός</i>)].
}}
}}