3,274,216
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάπηρος''': -ον, ὁ πεπηρωμένος [[μέλει]] τινὶ τοῦ σώματος, ἠκρωτηριασμένος, [[κολοβός]], Τουρκ. «σακάτης», ἀνάπηρα ... βούδια Ἕρμιπ. ἐν «Κέρκωψιν» 1, Λυσ. 169. 26, Πλάτ. Κρίτων 53Α, κτλ.· ψυχὴ ἀν. πρὸς ἀλήθειαν ὁ αὐτ. Πολ. 535D· ἀνάπηρα θύειν ὁ αὐτ. Ἀλκ. ΙΙ. 149Α· [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ. - Ἐπίρρ. -ρως Ζωναρ. | |lstext='''ἀνάπηρος''': -ον, ὁ πεπηρωμένος [[μέλει]] τινὶ τοῦ σώματος, ἠκρωτηριασμένος, [[κολοβός]], Τουρκ. «σακάτης», ἀνάπηρα ... βούδια Ἕρμιπ. ἐν «Κέρκωψιν» 1, Λυσ. 169. 26, Πλάτ. Κρίτων 53Α, κτλ.· ψυχὴ ἀν. πρὸς ἀλήθειαν ὁ αὐτ. Πολ. 535D· ἀνάπηρα θύειν ὁ αὐτ. Ἀλκ. ΙΙ. 149Α· [[συχν]]. παρ’ Ἀριστ. - Ἐπίρρ. -ρως Ζωναρ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />estropié, infirme.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πηρός]]. | |||
}} | }} |