μητροκτονέω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μητροκτονέω''': [[φονεύω]] τὴν μητέρα μου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 202, 427, 595, Εὐρ. Ὀρ. 887, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 8.
|lstext='''μητροκτονέω''': [[φονεύω]] τὴν μητέρα μου, Αἰσχύλ. Εὐμ. 202, 427, 595, Εὐρ. Ὀρ. 887, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 8.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tuer sa mère.<br />'''Étymologie:''' [[μητροκτόνος]].
}}
}}