οἰκωφελία: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκωφελία''': Ἰων. -ίη, ἡ, «κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἡ [[οἰκουρία]] καὶ [[ἐπιμέλεια]] τοῦ οἴκου διὰ γεωργίας τυχὸν ἢ τοιούτου τινός, οὐ μὴν δι’ ἀποδημίας τῆς κατ’ ἐμπορίαν ἢ κατὰ πόλεμον» (Εὐστ.), [[τοῖος]] ἔα ἐν πολέμῳ· [[ἔργον]] δέ μοι οὐ φίλον ἔσκεν οὐδ’ οἰκωφελίη Ὀδ. Ξ. 223· πρβλ. Ναυμάχιον παρὰ Στοβ. 438. 6, καὶ Gladstone Hom. Stud. 3. 78 κἑξ.
|lstext='''οἰκωφελία''': Ἰων. -ίη, ἡ, «κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἡ [[οἰκουρία]] καὶ [[ἐπιμέλεια]] τοῦ οἴκου διὰ γεωργίας τυχὸν ἢ τοιούτου τινός, οὐ μὴν δι’ ἀποδημίας τῆς κατ’ ἐμπορίαν ἢ κατὰ πόλεμον» (Εὐστ.), [[τοῖος]] ἔα ἐν πολέμῳ· [[ἔργον]] δέ μοι οὐ φίλον ἔσκεν οὐδ’ οἰκωφελίη Ὀδ. Ξ. 223· πρβλ. Ναυμάχιον παρὰ Στοβ. 438. 6, καὶ Gladstone Hom. Stud. 3. 78 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />bien <i>ou</i> profit pour une maison ; soin du ménage.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκωφελής]].
}}
}}