ἀνέρπω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέρπω''': [[ἕρπω]] πρὸς τὰ ἄνω, ἕρπων [[ἀναβαίνω]], Εὐρ. Φοίν. 1178· ἀόρ. ἀνείρπῠσα) πρβλ. [[ἕρπω]], [[ἕλκω]]), Ἀριστοφ. Εἰρ. 586, Λουκ. Νεκυομ. 22. κτλ.· ἐπὶ κισσοῦ, Εὐρ. Ἀποσπ. 89: ἐπὶ ὕδατος, ἀναβλύζω, Καλλ. Ἀπ. 110· ἀν. πρὸς τὸ μετεωρότερον, βαθμηδὸν ἀνυψοῦμαι εἰς..., Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 10, 31.
|lstext='''ἀνέρπω''': [[ἕρπω]] πρὸς τὰ ἄνω, ἕρπων [[ἀναβαίνω]], Εὐρ. Φοίν. 1178· ἀόρ. ἀνείρπῠσα) πρβλ. [[ἕρπω]], [[ἕλκω]]), Ἀριστοφ. Εἰρ. 586, Λουκ. Νεκυομ. 22. κτλ.· ἐπὶ κισσοῦ, Εὐρ. Ἀποσπ. 89: ἐπὶ ὕδατος, ἀναβλύζω, Καλλ. Ἀπ. 110· ἀν. πρὸς τὸ μετεωρότερον, βαθμηδὸν ἀνυψοῦμαι εἰς..., Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 10, 31.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />monter en rampant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἕρπω]].
}}
}}