ἀναπληρόω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπληρόω''': [[γεμίζω]] [[πάλιν]] [[μέρος]] κενωθέν, Πλάτ. Τίμ. 81Β, πρβλ. 78D: - παθ., πληροῦμαι, γεμίζομαι ἐντελῶς, Ἀριστ. Οὐρ. 3. 8, 1. 2) συμπληρῶ, χορηγῶ, [[παρέχω]] τὸ ἐλλεῖπον, εἴ τι ἐξέλιπον, ἀν. Πλάτ. Συμπ. 188Ε· τὴν ἔνδειαν Ἀριστ. Πολ. 6. 4, 4· τοὺς .. ἀμόρφους ἀναπληροῖ ἡ τοῦ λέγειν [[πιθανότης]], ἀποζημιώνει, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 108: - Μέσ., δώματ’ ἀναπληρουμένους, πληροῦντας [[καλῶς]] τὰς ἑαυτῶν οἰκίας, Εὐρ. Ἑλ. 906. 3) συμπληρῶ ἀριθμόν τινα, τὴν βουλὴν Πλουτ. Ποπλ., τὰς τάξεις Πύρρ. 18, τοὺς διακοσίους καὶ χιλίους ἀναπληρῶσαί φημι χρῆναι καὶ ποιῆσαι δισχιλίους Δημ. 182. 12, πρβλ. Ξεν. Πόρ. 4. 24· ἀν. τὴν συνηγορίαν, [[καταλαμβάνω]] τὴν θέσιν τοῦ συνηγόρου (καταλειφθεῖσαν κενήν), ἀντικαθιστῶ, Πλουτ. Κράσσ. 3. 4) [[ἀποτίνω]], πληρώνω μέχρις ὀβολοῦ, κατὰ μέσ., ἕως ἀνεπληρώσατο τὴν [[προῖκα]] Δημ. 817. 26. ΙΙ. παθ., ἀποκαθίσταμαι εἰς τὸ πρότερόν μου [[μέγεθος]] ἢ [[σχῆμα]], ἀνεπληρώθη ὁ [[ἥλιος]], [[μετὰ]] ἔκλειψιν, Θουκ. 2. 28· ἀναπληρουμένης τῆς φύσεως, ἀποκαθισταμένης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 8, 2, πρβλ. Ἱστ. Ζ. 5. 16, 6.
|lstext='''ἀναπληρόω''': [[γεμίζω]] [[πάλιν]] [[μέρος]] κενωθέν, Πλάτ. Τίμ. 81Β, πρβλ. 78D: - παθ., πληροῦμαι, γεμίζομαι ἐντελῶς, Ἀριστ. Οὐρ. 3. 8, 1. 2) συμπληρῶ, χορηγῶ, [[παρέχω]] τὸ ἐλλεῖπον, εἴ τι ἐξέλιπον, ἀν. Πλάτ. Συμπ. 188Ε· τὴν ἔνδειαν Ἀριστ. Πολ. 6. 4, 4· τοὺς .. ἀμόρφους ἀναπληροῖ ἡ τοῦ λέγειν [[πιθανότης]], ἀποζημιώνει, ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 108: - Μέσ., δώματ’ ἀναπληρουμένους, πληροῦντας [[καλῶς]] τὰς ἑαυτῶν οἰκίας, Εὐρ. Ἑλ. 906. 3) συμπληρῶ ἀριθμόν τινα, τὴν βουλὴν Πλουτ. Ποπλ., τὰς τάξεις Πύρρ. 18, τοὺς διακοσίους καὶ χιλίους ἀναπληρῶσαί φημι χρῆναι καὶ ποιῆσαι δισχιλίους Δημ. 182. 12, πρβλ. Ξεν. Πόρ. 4. 24· ἀν. τὴν συνηγορίαν, [[καταλαμβάνω]] τὴν θέσιν τοῦ συνηγόρου (καταλειφθεῖσαν κενήν), ἀντικαθιστῶ, Πλουτ. Κράσσ. 3. 4) [[ἀποτίνω]], πληρώνω μέχρις ὀβολοῦ, κατὰ μέσ., ἕως ἀνεπληρώσατο τὴν [[προῖκα]] Δημ. 817. 26. ΙΙ. παθ., ἀποκαθίσταμαι εἰς τὸ πρότερόν μου [[μέγεθος]] ἢ [[σχῆμα]], ἀνεπληρώθη ὁ [[ἥλιος]], [[μετὰ]] ἔκλειψιν, Θουκ. 2. 28· ἀναπληρουμένης τῆς φύσεως, ἀποκαθισταμένης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 8, 2, πρβλ. Ἱστ. Ζ. 5. 16, 6.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> remplir complètement, combler;<br /><b>2</b> compléter;<br /><b>3</b> accomplir;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], de nouveau) remplir de nouveau : ἀνεπληρώθη ὁ [[ἥλιος]] THC le soleil parut de nouveau dans son plein <i>après une éclipse ; fig.</i> restaurer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πληρόω]].
}}
}}