ἐγκατασπείρω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγκατασπείρω''': [[διασπείρω]] [[ἐντός]] τινος, ἣν ὁ θεὸς ἐγκατέσπειρεν ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] τῇ ὕλῃ καὶ κατέμιξε Πλουτ. Ἠθ. 1061Β.
|lstext='''ἐγκατασπείρω''': [[διασπείρω]] [[ἐντός]] τινος, ἣν ὁ θεὸς ἐγκατέσπειρεν ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] τῇ ὕλῃ καὶ κατέμιξε Πλουτ. Ἠθ. 1061Β.
}}
{{bailly
|btext=répandre dans, disséminer dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κατασπείρω]].
}}
}}