κατάπεισις: Difference between revisions
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
(6_8) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάπεισις''': -εως, ἡ, τὸ καταπείθειν, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 110. | |lstext='''κατάπεισις''': -εως, ἡ, τὸ καταπείθειν, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 110. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατάπεισις]], ἡ (Α) [[καταπείθω]]<br />το να πείθει [[κάποιος]] εντελώς. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A persuasion, Hdn.Epim.110, Sch.E.Or.705.
German (Pape)
[Seite 1368] ἡ, das Ueberreden, Hdn. epimer. 160.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπεισις: -εως, ἡ, τὸ καταπείθειν, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 110.
Greek Monolingual
κατάπεισις, ἡ (Α) καταπείθω
το να πείθει κάποιος εντελώς.