διαρρίπτω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_20)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαρρίπτω''': ποιητ. [[διαρίπτω]]· μέλλ. -ψω· παρὰ τοῖς Ἀττ. ἔχομεν καὶ ἐνεστῶτα διαρριπτέω, Ἀριστοφ. Σφηξ. 59, Ξεν. Κυν. 5, 8, κτλ.· [[ῥίπτω]] διὰ μέσου, διαρρίπτασκεν ὀϊστὸν Ὀδ. Τ. 575. 2) [[ῥίπτω]] [[πέριξ]], διάριψον (δὴ ῥῖψον Bgk) [[ὄμμα]] πανταχῆ, ῥῖψον τὰ βλέμματά σου πρὸς ὅλα τὰ μέρη, Ἀριστοφ. Θεσμ. 665· δ. τὰς ὄψιας πυκνὰ δ. Ἱππ. 153Β· δ. σκέλεα ὁ αὐτ. Προγν. 37· δ. τὴν οὐράν, ἐπὶ κυνός, [[διασείω]] τὴν οὐράν, Ξεν. Κυν. 6, 23. ― Παθ., [[διαφέρω]], διερριμμένα =διάφορα, Πλάτ. Νόμ. 860Β. 3) [[διασκορπίζω]], [[οἷον]] κάρυα, χρήματα, κλπ. μεταξὺ τοῦ πλήθους, Ἀριστοφ. Σφηξ. 59, Πολύβ. 16. 21, 8· μεταφορ., σπαταλῶ, τὸν βίον Λιβάν. 4. 631· ― μετοχ. πάθ. πρκμ., διεσκορπισμένος, διεσπαρμένος, Πλούτ. Φιλοπ. 8· διερριμμένην μνήμην ποιεῖν, [[ἀναφέρω]] σποραδικῶς, Πολύβ. 3. 57, 5. 4) [[ἀπορρίπτω]], Ἐπ. Πλάτ. 343D. 5) [[καταρρίπτω]], Λατ. disjicere, τὸν περίβολον Πολύβ. 16. 1, 6. ΙΙ. ἀμετ., ῥίπτομαι ὁρμητικῶς ἀναζητῶν, ἐν τῇ θαλάττῃ Ξεν. Κυν. 5, 8.
|lstext='''διαρρίπτω''': ποιητ. [[διαρίπτω]]· μέλλ. -ψω· παρὰ τοῖς Ἀττ. ἔχομεν καὶ ἐνεστῶτα διαρριπτέω, Ἀριστοφ. Σφηξ. 59, Ξεν. Κυν. 5, 8, κτλ.· [[ῥίπτω]] διὰ μέσου, διαρρίπτασκεν ὀϊστὸν Ὀδ. Τ. 575. 2) [[ῥίπτω]] [[πέριξ]], διάριψον (δὴ ῥῖψον Bgk) [[ὄμμα]] πανταχῆ, ῥῖψον τὰ βλέμματά σου πρὸς ὅλα τὰ μέρη, Ἀριστοφ. Θεσμ. 665· δ. τὰς ὄψιας πυκνὰ δ. Ἱππ. 153Β· δ. σκέλεα ὁ αὐτ. Προγν. 37· δ. τὴν οὐράν, ἐπὶ κυνός, [[διασείω]] τὴν οὐράν, Ξεν. Κυν. 6, 23. ― Παθ., [[διαφέρω]], διερριμμένα =διάφορα, Πλάτ. Νόμ. 860Β. 3) [[διασκορπίζω]], [[οἷον]] κάρυα, χρήματα, κλπ. μεταξὺ τοῦ πλήθους, Ἀριστοφ. Σφηξ. 59, Πολύβ. 16. 21, 8· μεταφορ., σπαταλῶ, τὸν βίον Λιβάν. 4. 631· ― μετοχ. πάθ. πρκμ., διεσκορπισμένος, διεσπαρμένος, Πλούτ. Φιλοπ. 8· διερριμμένην μνήμην ποιεῖν, [[ἀναφέρω]] σποραδικῶς, Πολύβ. 3. 57, 5. 4) [[ἀπορρίπτω]], Ἐπ. Πλάτ. 343D. 5) [[καταρρίπτω]], Λατ. disjicere, τὸν περίβολον Πολύβ. 16. 1, 6. ΙΙ. ἀμετ., ῥίπτομαι ὁρμητικῶς ἀναζητῶν, ἐν τῇ θαλάττῃ Ξεν. Κυν. 5, 8.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαρρίψω, <i>ao.</i> διέρριψα, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[διά]], de côté et d’autre);<br /><b>1</b> jeter de côté et d’autre : ἀστέρες διερριμμένοι LUC astres disséminés;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> écarter, rejeter;<br /><b>II.</b> ([[διά]], à travers) lancer : ὀϊστόν OD un trait.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ῥίπτω]].
}}
}}