καταγιγαρτίζω: Difference between revisions

19
(6_1)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταγῐγαρτίζω''': [[ἐξάγω]] τὰ γίγαρτα, τὰ «κουκούτσια»· μεταφ., ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, stuprare, Ἀριστοφ. Ἀχ. 275.
|lstext='''καταγῐγαρτίζω''': [[ἐξάγω]] τὰ γίγαρτα, τὰ «κουκούτσια»· μεταφ., ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, stuprare, Ἀριστοφ. Ἀχ. 275.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταγιγαρτίζω]] (Α)<br />(με άσεμνη σημ.) [[βγάζω]] τα κουκούτσια από καρπό, [[καταγαμώ]] («ὑληφόρον... μέσην λαβόντ' ἄραντα καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γιγαρτίζω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γίγαρτον]] «το [[κουκούτσι]] του σταφυλιού»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εκ</i>-<i>γιγαρτίζω</i>].
}}
}}