3,277,068
edits
(6_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔφῑμος''': [[εὐχαλίνωτος]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 178. ΙΙ. ὁ φιμῶν τῇ στύψει, [[στυπτικός]], εὐφίμου καρπὸν μύρτου Νικ. Ἀλεξις. 275. | |lstext='''εὔφῑμος''': [[εὐχαλίνωτος]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 178. ΙΙ. ὁ φιμῶν τῇ στύψει, [[στυπτικός]], εὐφίμου καρπὸν μύρτου Νικ. Ἀλεξις. 275. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὔφιμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[άλογο]]) [[ευχαλίνωτος]], που δέχεται εύκολα χαλινό<br /><b>2.</b> αυτός που σταματάει με τη [[στύψη]], ο [[στυπτικός]], ο [[αιμοστατικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φιμός]] «[[φίμωτρο]]»]. | |||
}} | }} |