3,270,629
edits
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνοικοδομέω''': [[κτίζω]], οἰκοδομῶ ἔν τινι τόπῳ, ἐχρῶντο δὲ αὐτῇ τῇ νήσῳ, πύργον ἐνοικοδομήσαντες, οἱ Μεγαρεῖς φρουρίῳ Θουκ. 3. 51˙ καὶ τό τε ἐν τῇ Λακωνικῇ [[τείχισμα]] ἐκλιπόντες ὃ ἐνῳκοδόμησαν ὁ αὐτ. 8. 4: - Παθ., ὁ αὐτ. 8. 84: - Μέσ., [[τεῖχος]] ἐνοικοδομησάμενοι, οἰκοδομήσαντες [[ἐκεῖ]] [[τεῖχος]] δι’ ἑαυτούς, ὁ αὐτ. 3. 85. ΙΙ. [[κλείω]] διὰ τοίχου, πυλίδα τινὰ ἐνῳκοδομημένην Θουκ. 6. 51, πρβλ. Διόδ. 3. 37. | |lstext='''ἐνοικοδομέω''': [[κτίζω]], οἰκοδομῶ ἔν τινι τόπῳ, ἐχρῶντο δὲ αὐτῇ τῇ νήσῳ, πύργον ἐνοικοδομήσαντες, οἱ Μεγαρεῖς φρουρίῳ Θουκ. 3. 51˙ καὶ τό τε ἐν τῇ Λακωνικῇ [[τείχισμα]] ἐκλιπόντες ὃ ἐνῳκοδόμησαν ὁ αὐτ. 8. 4: - Παθ., ὁ αὐτ. 8. 84: - Μέσ., [[τεῖχος]] ἐνοικοδομησάμενοι, οἰκοδομήσαντες [[ἐκεῖ]] [[τεῖχος]] δι’ ἑαυτούς, ὁ αὐτ. 3. 85. ΙΙ. [[κλείω]] διὰ τοίχου, πυλίδα τινὰ ἐνῳκοδομημένην Θουκ. 6. 51, πρβλ. Διόδ. 3. 37. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἐνοικοδομήσω, <i>ao.</i> ἐνῳκοδόμησα, <i>pf.</i> ἐνῳκοδόμηκα;<br /><b>1</b> bâtir dans;<br /><b>2</b> bâtir par devant, fermer par une construction, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνοικοδομέομαι-οῦμαι construire pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[οἰκοδομέω]]. | |||
}} | }} |