καταπενθέω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπενθέω''': [[λίαν]] πενθῶ, εἶμαι βυθισμένος εἰς τὸ [[πένθος]], θρηνῶ διά τινα, ἄνδρα ἀποφθίμενον κ. [[πάτρα]] Ἀνθ. Π. 7. 618, Ἑβδ. (Ἔξοδ. 33, 4).
|lstext='''καταπενθέω''': [[λίαν]] πενθῶ, εἶμαι βυθισμένος εἰς τὸ [[πένθος]], θρηνῶ διά τινα, ἄνδρα ἀποφθίμενον κ. [[πάτρα]] Ἀνθ. Π. 7. 618, Ἑβδ. (Ἔξοδ. 33, 4).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />pleurer sur, déplorer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πενθέω]].
}}
}}