περίαλλος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίαλλος''': -ον, ὁ πρὸ παντὸς ἄλλου· ἐν τῷ ἐπίρρ. [[περίαλλα]], πάντες δ’ ἄρα θυμὸν ἔτερφεν ἀθάνατοι, [[περίαλλα]] δ’ ὁ [[Βάκχος]] [[Διόνυσος]], πρὸ πάντων δὲ ὁ [[Βάκχος]] Διόν., Ὁμ. Ὕμν. 19. 46, Πινδ. Π. 11, 8, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1070· [[δύρομαι]]... π., [[ὑπερβαλλόντως]], Σοφ. Ο. Τ. 119 (Λυρ.). ΙΙ. [[ἀμοιβαῖος]], γλωττισμοὶ Ἀνθ. Π. 5. 132.
|lstext='''περίαλλος''': -ον, ὁ πρὸ παντὸς ἄλλου· ἐν τῷ ἐπίρρ. [[περίαλλα]], πάντες δ’ ἄρα θυμὸν ἔτερφεν ἀθάνατοι, [[περίαλλα]] δ’ ὁ [[Βάκχος]] [[Διόνυσος]], πρὸ πάντων δὲ ὁ [[Βάκχος]] Διόν., Ὁμ. Ὕμν. 19. 46, Πινδ. Π. 11, 8, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1070· [[δύρομαι]]... π., [[ὑπερβαλλόντως]], Σοφ. Ο. Τ. 119 (Λυρ.). ΙΙ. [[ἀμοιβαῖος]], γλωττισμοὶ Ἀνθ. Π. 5. 132.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui surpasse les autres ; <i>adv.</i> • περίαλλα SOPH par-dessus tout, supérieurement, extrêmement.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἄλλος]].
}}
}}