ἐφυβρίζω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_3)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφυβρίζω''': [[ὑβρίζω]], φέρομαι ὑβριστικῶς [[πρός]] τινα, [[γέρας]] δέ μοι, [[ὅσπερ]] ἔδωκεν, [[αὖθις]] ἐφυβρίζων ἕλετο [[κρείων]] [[Ἀγαμέμνων]] Ἰλ. Ι. 368· [[μετὰ]] δοτ., Σοφ. Αἴ. 1385· μετ’ αἰτ., Ἀνθ. Πλαν. 4. οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ μή ᾿φυβρίζεσθαι νεκροὺς Εὐρ. Φοίν. 1663· [[συχνάκις]] προστίθεται οὐδ. ἐπίθετον, πολλὰ ἐφυβρίζειν τινὰ ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 947· τὰ δεινά τινι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 180· εἰς ἀδελφὸν οἷ’ ἐφύβρισας ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 624· ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ..., μετεχειρίζοντο ὑβριστικὴν γλῶσσαν ἐρωτῶντες πρὸ πάντων ἂν…, Θουκ. 6. 63. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἐπιχαιρεκακέω]], [[χαίρω]] ἐπὶ τοῖς ἀτυχήμασιν ἄλλου, Σοφ. Αἴ. 954, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb.
|lstext='''ἐφυβρίζω''': [[ὑβρίζω]], φέρομαι ὑβριστικῶς [[πρός]] τινα, [[γέρας]] δέ μοι, [[ὅσπερ]] ἔδωκεν, [[αὖθις]] ἐφυβρίζων ἕλετο [[κρείων]] [[Ἀγαμέμνων]] Ἰλ. Ι. 368· [[μετὰ]] δοτ., Σοφ. Αἴ. 1385· μετ’ αἰτ., Ἀνθ. Πλαν. 4. οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ μή ᾿φυβρίζεσθαι νεκροὺς Εὐρ. Φοίν. 1663· [[συχνάκις]] προστίθεται οὐδ. ἐπίθετον, πολλὰ ἐφυβρίζειν τινὰ ὁ αὐτ. ἐν [[Ἡρακλ]]. 947· τὰ δεινά τινι ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 180· εἰς ἀδελφὸν οἷ’ ἐφύβρισας ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 624· ἐφύβριζον ἄλλα τε καὶ εἰ..., μετεχειρίζοντο ὑβριστικὴν γλῶσσαν ἐρωτῶντες πρὸ πάντων ἂν…, Θουκ. 6. 63. ΙΙ. ὡς τὸ [[ἐπιχαιρεκακέω]], [[χαίρω]] ἐπὶ τοῖς ἀτυχήμασιν ἄλλου, Σοφ. Αἴ. 954, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> insulter, outrager : τινι qqn ; ἐφύβριζον ἄλλα [[τε]] καὶ [[εἰ]] THC entre autres paroles injurieuses, ils se demandaient si…;<br /><b>2</b> triompher avec insolence de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὑβρίζω]].
}}
}}