ῥαιβοειδής: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(6_7)
(35)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥαιβοειδής''': -ές, ἔχων [[σχῆμα]] ῥαιβόν, [[στρεβλός]], [[στραβός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810, Μοχλ. 842, ἴδε Foës Oecon.· πρβλ. [[ῥοικοειδής]].
|lstext='''ῥαιβοειδής''': -ές, ἔχων [[σχῆμα]] ῥαιβόν, [[στρεβλός]], [[στραβός]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810, Μοχλ. 842, ἴδε Foës Oecon.· πρβλ. [[ῥοικοειδής]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />ο όμοιος με ραιβό, αυτός που έχει ραιβό [[σχήμα]], [[στρεβλός]], [[στραβός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥαιβός]] «[[κυρτός]], [[καμπύλος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαιβοειδής Medium diacritics: ῥαιβοειδής Low diacritics: ραιβοειδής Capitals: ΡΑΙΒΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: rhaiboeidḗs Transliteration B: rhaiboeidēs Transliteration C: raivoeidis Beta Code: r(aiboeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A crooked-looking, Hp.Art.45, Mochl.1 (Sup.); cf. ῥοικοειδής.

German (Pape)

[Seite 832] ές, wie krumm, gebogen anzusehen, von krummer Art, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαιβοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα ῥαιβόν, στρεβλός, στραβός, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810, Μοχλ. 842, ἴδε Foës Oecon.· πρβλ. ῥοικοειδής.

Greek Monolingual

-ές, Α
ο όμοιος με ραιβό, αυτός που έχει ραιβό σχήμα, στρεβλός, στραβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαιβός «κυρτός, καμπύλος» + -ειδής].