3,276,318
edits
(6_2) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τειχομᾰχέω''': [[μάχομαι]] πρὸς τὰ τείχη, δηλ. πολιορκῶ καὶ [[προσβάλλω]] τὰ τείχη, Ἡρόδ. 9. 70, Θουκ. 7. 79, Ξεν., κλπ.· τ. τινι Ἀριστοφ. Νεφ. 481· [[πρός]] τινα Πλουτ. Ἀλκ. 28· τειχομαχεῖν δυνατοί, ἔμπειροι εἰς τὸ τειχομαχεῖν, δηλ. εἰς τὸ πολιορκεῖν καὶ προσβάλλειν τείχη, Θουκ. 1. 102. | |lstext='''τειχομᾰχέω''': [[μάχομαι]] πρὸς τὰ τείχη, δηλ. πολιορκῶ καὶ [[προσβάλλω]] τὰ τείχη, Ἡρόδ. 9. 70, Θουκ. 7. 79, Ξεν., κλπ.· τ. τινι Ἀριστοφ. Νεφ. 481· [[πρός]] τινα Πλουτ. Ἀλκ. 28· τειχομαχεῖν δυνατοί, ἔμπειροι εἰς τὸ τειχομαχεῖν, δηλ. εἰς τὸ πολιορκεῖν καὶ προσβάλλειν τείχη, Θουκ. 1. 102. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> attaquer des ouvrages de défense, donner l’assaut;<br /><b>2</b> <i>particul.</i> préparer <i>ou</i> diriger une attaque contre des ouvrages de défense.<br />'''Étymologie:''' [[τεῖχος]], [[μάχομαι]]. | |||
}} | }} |