3,274,917
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγαίομαι''': Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ [[ἄγαμαι]], ἀλλὰ μόνον ἐν χρήσει ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ [[πάντοτε]] ἐπὶ κακῆς σημασίας (πρβλ. ἄγη ΙΙ). 1) μ. αἰτ. πράγμ. ἀγανακτῶ διά τι, ἀγαιομένου καινὰ ἔργα, Ὀδ. Υ. 16: [[βλέπω]] [[μετὰ]] φθόνου ἢ ζηλοτυπίας, οὐδ’ [[ἀγαίομαι]] θεῶν ἔργα, Ἀρχίλ. 25· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4, 138. 2) [[μετὰ]] δοτ. προσώπ. εἶμαι ὠργισμένος ἢ ἀγανακτῶ κατά τινος, τῷ .. [[Ζεὺς]] αὐτὸς ἀγαίεται, Ἡσ. Ἔργ. 331. ἀγαίομενοί τε φθονέοντες αὐτῇ Ἡρόδ. 8. 69, 1. 3) ἀπολύτως Ἀπολλ. Ρόδ. 1, 899. | |lstext='''ἀγαίομαι''': Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ [[ἄγαμαι]], ἀλλὰ μόνον ἐν χρήσει ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ [[πάντοτε]] ἐπὶ κακῆς σημασίας (πρβλ. ἄγη ΙΙ). 1) μ. αἰτ. πράγμ. ἀγανακτῶ διά τι, ἀγαιομένου καινὰ ἔργα, Ὀδ. Υ. 16: [[βλέπω]] [[μετὰ]] φθόνου ἢ ζηλοτυπίας, οὐδ’ [[ἀγαίομαι]] θεῶν ἔργα, Ἀρχίλ. 25· πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4, 138. 2) [[μετὰ]] δοτ. προσώπ. εἶμαι ὠργισμένος ἢ ἀγανακτῶ κατά τινος, τῷ .. [[Ζεὺς]] αὐτὸς ἀγαίεται, Ἡσ. Ἔργ. 331. ἀγαίομενοί τε φθονέοντες αὐτῇ Ἡρόδ. 8. 69, 1. 3) ἀπολύτως Ἀπολλ. Ρόδ. 1, 899. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />s’indigner, être indigné, irrité : [[τι]] de qch ; τινί contre qqn.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[ἄγαμαι]]. | |||
}} | }} |