σαρκόφρων: Difference between revisions

36
(6_15)
 
(36)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρκόφρων''': -ον, (φρὴν) ὁ φρονῶν τὰ τῆς σαρκὸς (τῆς ὕλης), Βυζαντ.
|lstext='''σαρκόφρων''': -ον, (φρὴν) ὁ φρονῶν τὰ τῆς σαρκὸς (τῆς ὕλης), Βυζαντ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br />αυτός που σκέπτεται μόνο όσα αφορούν το [[σώμα]], την υλική του [[υπόσταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρξ]], <i>σαρκός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>πρβλ.</b> <i>ανδρό</i>-<i>φρων</i>].
}}
}}