ὀρέγνυμι: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρέγνυμι''': [[ὀρέγω]], [[ἐκτείνω]], ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., χεῖρας ὀρεγνὺς Ἰλ. Α. 351, Χ. 37· χεῖρας ὀρεγνύμενος Ἀνθ. Π. 7. 506, πρβλ. Μόσχ. 2. 112.
|lstext='''ὀρέγνυμι''': [[ὀρέγω]], [[ἐκτείνω]], ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., χεῖρας ὀρεγνὺς Ἰλ. Α. 351, Χ. 37· χεῖρας ὀρεγνύμενος Ἀνθ. Π. 7. 506, πρβλ. Μόσχ. 2. 112.
}}
{{bailly
|btext=<i>prés. part.</i> ὀρεγνύς;<br />tendre, étendre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὀρέγω]].
}}
}}