προπαρασκευάζω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προπαρασκευάζω''': [[παρασκευάζω]] πρότερον, ἔρια, μαλλίον πρὸς βαφήν, Πλάτ. Πολιτ. 308D, πρβλ. Πολ. 429D πάντα τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5· πρ. τὰς γνώμας Θουκ. 2. 88· τι πρὸς τὴν τροφὴν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 5. ― Μέσ., [[παρασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν, ἐντάφια Ἰσαῖ. 73. 15, πρβλ. Πλουτ. Εὐμ. 6· [[ταῦτα]] περὶ τοὺς Ποτιδαιάτας πρ. Θουκ. 1. 57· πρ. τὸν ὅμιλον, πρὸς [[ἴδιον]] σκοπόν, Δίων Κ. 38. 13. ― Παθητ., ἐκ πολλοῦ προπαρεσκευασμένοι, εἴ ποτε πολεμήσονται Θουκ. 1. 68.
|lstext='''προπαρασκευάζω''': [[παρασκευάζω]] πρότερον, ἔρια, μαλλίον πρὸς βαφήν, Πλάτ. Πολιτ. 308D, πρβλ. Πολ. 429D πάντα τινὶ Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5· πρ. τὰς γνώμας Θουκ. 2. 88· τι πρὸς τὴν τροφὴν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 5. ― Μέσ., [[παρασκευάζω]] δι’ ἐμαυτόν, ἐντάφια Ἰσαῖ. 73. 15, πρβλ. Πλουτ. Εὐμ. 6· [[ταῦτα]] περὶ τοὺς Ποτιδαιάτας πρ. Θουκ. 1. 57· πρ. τὸν ὅμιλον, πρὸς [[ἴδιον]] σκοπόν, Δίων Κ. 38. 13. ― Παθητ., ἐκ πολλοῦ προπαρεσκευασμένοι, εἴ ποτε πολεμήσονται Θουκ. 1. 68.
}}
{{bailly
|btext=préparer d’avance, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προπαρασκευάζομαι préparer d’avance pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[παρασκευάζω]].
}}
}}