3,274,831
edits
(6_3) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφρίγος''': [ῐ], τό, [[πλήρης]] [[ἰσχύς]], [[ἀκμή]], [[δύναμις]], σφρίγει βραχιόνων Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 6. | |lstext='''σφρίγος''': [ῐ], τό, [[πλήρης]] [[ἰσχύς]], [[ἀκμή]], [[δύναμις]], σφρίγει βραχιόνων Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 1. 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το / [[σφρίγος]] ΝΜΑ, και σφρῑγος και ασυναίρ. τ. γεν. -εος Α<br />[[ακμή]] σωματικής δύναμης, [[ευρωστία]], [[ζωηρότητα]] (α. «[[γεμάτος]] νεανικό [[σφρίγος]]» β. «σφρίγει βραχιόνων», Ερμιππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. <i>σφριγῶ</i>]. | |||
}} | }} |