κοπίσκος: Difference between revisions

21
(6_15)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοπίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[κοπίς]], ἀρωματικόν [[κατασκεύασμα]], ἀρωματικὸς [[τροχίσκος]], Γαλλικ. pastille, Διοσκ. 1. 81.
|lstext='''κοπίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[κοπίς]], ἀρωματικόν [[κατασκεύασμα]], ἀρωματικὸς [[τροχίσκος]], Γαλλικ. pastille, Διοσκ. 1. 81.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοπίσκος]], ὁ (Α)<br />[[είδος]] φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]] ή [[κοπή]].
}}
}}