ἀνεμπόδιστος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεμπόδιστος''': -ον, ὁ μὴ ἐμποδιζόμενος, ὁ [[ἄνευ]] ἐμποδίου, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 13, 2, Πολιτικ. 4. 11, 3: - Ἐπιρρ. -τως Διόδ. 1. 36. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μηδὲν ἐμπόδιον ἢ [[κώλυμα]] παρέχων, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 2, 12.
|lstext='''ἀνεμπόδιστος''': -ον, ὁ μὴ ἐμποδιζόμενος, ὁ [[ἄνευ]] ἐμποδίου, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 13, 2, Πολιτικ. 4. 11, 3: - Ἐπιρρ. -τως Διόδ. 1. 36. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μηδὲν ἐμπόδιον ἢ [[κώλυμα]] παρέχων, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 2, 12.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non empêché, libre.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐμποδίζω]].
}}
}}