3,271,311
edits
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾰλιμπλάζομαι''': Παθ., ἐκ δευτέρου πλανῶμαι· εὕρηται μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀόρ. παλιμπλαγχθέντας, Ἰλ. Α. 59, Ὀδ. Ν. 5. ― Κατά τινας [[γραπτέον]] κατὰ διάστασιν: [[πάλιν]] πλαγχθέντας, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 278, καὶ Χατζιδάκιν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 482. | |lstext='''πᾰλιμπλάζομαι''': Παθ., ἐκ δευτέρου πλανῶμαι· εὕρηται μόνον ἐν τῇ μετοχ. τοῦ ἀόρ. παλιμπλαγχθέντας, Ἰλ. Α. 59, Ὀδ. Ν. 5. ― Κατά τινας [[γραπτέον]] κατὰ διάστασιν: [[πάλιν]] πλαγχθέντας, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 278, καὶ Χατζιδάκιν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 482. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. part. ao. Pass.</i> παλιμπλαχθείς;<br />errer en revenant sur ses pas.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[πλάζω]]. | |||
}} | }} |