ἀεικέλιος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀεικέλιος''': α, ον. Ὀδ. Δ. 244· ἀλλὰ καὶ -ος, -ον, Τ. 341· [[παράλληλος]] ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[ἀεικής]], Ὀδ. Ν. 402., Ἰλ. Ξ. 84, Ἠρόδ. - συνεσταλμ. [[αἰκέλιος]], Θέογν. 1344. Εὐρ. Ἀνδρ. 131. (λυρ.)· - ἐπὶ πραγμάτων, λόγων καὶ πράξεων· σπανιώτερον ἐπὶ προσώπων, Ὀδ. Ζ. 212· - ἐπίρρ. -ίως, Ὀδ. Θ. 231, Π. 109.
|lstext='''ἀεικέλιος''': α, ον. Ὀδ. Δ. 244· ἀλλὰ καὶ -ος, -ον, Τ. 341· [[παράλληλος]] ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[ἀεικής]], Ὀδ. Ν. 402., Ἰλ. Ξ. 84, Ἠρόδ. - συνεσταλμ. [[αἰκέλιος]], Θέογν. 1344. Εὐρ. Ἀνδρ. 131. (λυρ.)· - ἐπὶ πραγμάτων, λόγων καὶ πράξεων· σπανιώτερον ἐπὶ προσώπων, Ὀδ. Ζ. 212· - ἐπίρρ. -ίως, Ὀδ. Θ. 231, Π. 109.
}}
{{bailly
|btext=η <i>ou</i> ος, ον :<br />inconvenant, honteux, déplorable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[εἴκελος]].
}}
}}