σκαληνόομαι: Difference between revisions

4
(6_20)
(4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σκᾰληνόομαι''': Παθ., ἔχω τὴν ἀντίληψιν ἢ ἐντύπωσιν σκαληνοῦ τινος ἢ σκολιοῦ καὶ ἀνωμάλου πράγματος, [[γίνομαι]] σκαληνὸς ([[ἄνισος]]), Πλούτ. 2. 1121Α.
|lstext='''σκᾰληνόομαι''': Παθ., ἔχω τὴν ἀντίληψιν ἢ ἐντύπωσιν σκαληνοῦ τινος ἢ σκολιοῦ καὶ ἀνωμάλου πράγματος, [[γίνομαι]] σκαληνὸς ([[ἄνισος]]), Πλούτ. 2. 1121Α.
}}
{{elru
|elrutext='''σκᾰληνόομαι:''' быть искривленным, кривым Plut.
}}
}}