χρυσοκάρηνος: Difference between revisions

47c
(6_3)
(47c)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσοκάρηνος''': [ᾰ], -ον, Δωρικ. -ᾶνος, ὁ ἔχων κεφαλὴν χρυσῆν, Εὐρ. Μαιν. 375.
|lstext='''χρῡσοκάρηνος''': [ᾰ], -ον, Δωρικ. -ᾶνος, ὁ ἔχων κεφαλὴν χρυσῆν, Εὐρ. Μαιν. 375.
}}
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. χρυσοκάρανος, -ον, Α<br />αυτός που έχει [[χρυσή]] [[κεφαλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κάρηνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κάρηνον]] «[[κεφάλι]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ξανθο</i>-<i>κάρηνος</i>].
}}
}}