3,258,334
edits
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑστιοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ φυλάττων, προστατεύων τήν ἑστίαν, δηλ. τόν οἶκον ἤ τόπον τινά, Δήμητερ ἑστιοῦχ’ Ἐλευσῖνος χθονός, [[φύλαξ]] τῆ..., Εὐρ. Ἱκ. 1, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 866, Πλάτ. Νόμ. 878Α. 2) ἔχων βωμόν ἤ ἑστίαν, [[γαῖα]], [[πόλις]], [[αὐλή]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 511, Σοφ. Ἀντ. 1083, Εὐρ. Ἀνδρ. 283. 3) ὁ επί τῆς ἑστίας ἤ τοῦ βωμοῦ, ἑστ. [[ψόλος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280 (κατά Musgr. [[ἀντί]] μόνον)· πῦρ Πλούτ. 2. 158C. ΙΙ. ὁ ξενίζων, φιλεύων, ὁ εὐωχίαν παρέχων, Ἀριστοφ. Παρά [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 11. | |lstext='''ἑστιοῦχος''': -ον, (ἔχω) ὁ φυλάττων, προστατεύων τήν ἑστίαν, δηλ. τόν οἶκον ἤ τόπον τινά, Δήμητερ ἑστιοῦχ’ Ἐλευσῖνος χθονός, [[φύλαξ]] τῆ..., Εὐρ. Ἱκ. 1, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 866, Πλάτ. Νόμ. 878Α. 2) ἔχων βωμόν ἤ ἑστίαν, [[γαῖα]], [[πόλις]], [[αὐλή]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 511, Σοφ. Ἀντ. 1083, Εὐρ. Ἀνδρ. 283. 3) ὁ επί τῆς ἑστίας ἤ τοῦ βωμοῦ, ἑστ. [[ψόλος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 280 (κατά Musgr. [[ἀντί]] μόνον)· πῦρ Πλούτ. 2. 158C. ΙΙ. ὁ ξενίζων, φιλεύων, ὁ εὐωχίαν παρέχων, Ἀριστοφ. Παρά [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui possède un foyer <i>ou</i> un autel domestique ; saint, consacré;<br /><b>2</b> qui préside au foyer, protecteur de la maison : [[πῦρ]] ἑστιοῦχον PLUT feu protecteur du foyer, symbole de la perpétuité du foyer et de la fortune de la maison.<br />'''Étymologie:''' [[ἑστία]], [[ἔχω]]. | |||
}} | }} |