στερνίζομαι: Difference between revisions

38
(6_5)
 
(38)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''στερνίζομαι''': ἀποθ., [[δέχομαι]] ἐπὶ τοῦ στήθους μου, [[λαμβάνω]] εἰς τοὺς κόλπους μου, ἀγκαλιάζω, Κλήμ. Ρώμ. 1. 2.
|lstext='''στερνίζομαι''': ἀποθ., [[δέχομαι]] ἐπὶ τοῦ στήθους μου, [[λαμβάνω]] εἰς τοὺς κόλπους μου, ἀγκαλιάζω, Κλήμ. Ρώμ. 1. 2.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[στέρνον]]<br />[[αγκαλιάζω]].
}}
}}