ἀρτίπους: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_14)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρτίπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, γεν. ποδος· Ἐπ. ὀνομ. ἀρτίπος. Ι. (ἄρτιος, ποὺς) ὁ «ἄρτιος τοῖς ποσί, [[ὑγιόπους]]» (Ἡσύχ.), ὁ μὲν [[καλός]] τε καὶ ἀρτίπος· ἀντιθέτως πρὸς τὸ χωλὸς ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ δύο στίχους ἀνωτέρω) Ὀδ. Θ. 310, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 130., 4. 161. 2) [[καθόλου]], [[ἰσχυρός]], ἢ ταχὺς τοὺς πόδας, ἡ δ’ Ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος Ἰλ. Ι. 505· ἀρτίποδες καὶ ἀρτίχειρες Πλάτ. Νόμ. 795. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἄρτι, ποὺς) = ὁ ἐν καιρῷ καταλλήλῳ ἐρχόμενος, [[ἀρτίπους]] θρῴσκει δόμους, «[[ἀρτίως]] καὶ [[ἡρμοσμένως]] τῷ καιρῷ πορεύεται» (Σχόλ.), Σοφ. Τραχ. 58.
|lstext='''ἀρτίπους''': ὁ, ἡ, πουν, τό, γεν. ποδος· Ἐπ. ὀνομ. ἀρτίπος. Ι. (ἄρτιος, ποὺς) ὁ «ἄρτιος τοῖς ποσί, [[ὑγιόπους]]» (Ἡσύχ.), ὁ μὲν [[καλός]] τε καὶ ἀρτίπος· ἀντιθέτως πρὸς τὸ χωλὸς ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ δύο στίχους ἀνωτέρω) Ὀδ. Θ. 310, πρβλ. Ἡρόδ. 3. 130., 4. 161. 2) [[καθόλου]], [[ἰσχυρός]], ἢ ταχὺς τοὺς πόδας, ἡ δ’ Ἄτη σθεναρή τε καὶ ἀρτίπος Ἰλ. Ι. 505· ἀρτίποδες καὶ ἀρτίχειρες Πλάτ. Νόμ. 795. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἄρτι, ποὺς) = ὁ ἐν καιρῷ καταλλήλῳ ἐρχόμενος, [[ἀρτίπους]] θρῴσκει δόμους, «[[ἀρτίως]] καὶ [[ἡρμοσμένως]] τῷ καιρῷ πορεύεται» (Σχόλ.), Σοφ. Τραχ. 58.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ίποδος<br /><b>1</b> aux jambes <i>litt.</i> aux pieds bien proportionnés;<br /><b>2</b> agile;<br /><b>3</b> nouvellement arrivé.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρτι]], [[πούς]].
}}
}}