πληθύς: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πληθύς''': -ύος, ἡ, Ἐπικ. δοτ. πληθυῖ, οὐχὶ -ύϊ, Ἰλ. Χ. 458, Ὀδ. Λ. 514, Π. 105· ― Ἰων. ἀντὶ [[πλῆθος]], Ὅμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡς [[ὄνομα]] περιληπτικὸν [[μετὰ]] ῥήματος πληθυντ., Ἰλ. Β. 278· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366Β· τῆς στρατιᾶς τὴν πλ. πολλὴν Πλουτ. Πομπ. 39· Λουκ. κλ. [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ ἀείποτε παρ’ Ὁμ.· ― παρὰ μεταγεν. ὡς παρ’ Ἀπ. Ροδ. [[ἐνίοτε]] ῠ, ἂν καὶ τὰ παραδείγματα εἶναί πως ἀμφίβ., Wern εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-). 322· ἄλλως ἀείποτε ῠ].
|lstext='''πληθύς''': -ύος, ἡ, Ἐπικ. δοτ. πληθυῖ, οὐχὶ -ύϊ, Ἰλ. Χ. 458, Ὀδ. Λ. 514, Π. 105· ― Ἰων. ἀντὶ [[πλῆθος]], Ὅμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὡς [[ὄνομα]] περιληπτικὸν [[μετὰ]] ῥήματος πληθυντ., Ἰλ. Β. 278· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Πλάτ. Ἀξίοχ. 366Β· τῆς στρατιᾶς τὴν πλ. πολλὴν Πλουτ. Πομπ. 39· Λουκ. κλ. [ῡ ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ ἀείποτε παρ’ Ὁμ.· ― παρὰ μεταγεν. ὡς παρ’ Ἀπ. Ροδ. [[ἐνίοτε]] ῠ, ἂν καὶ τὰ παραδείγματα εἶναί πως ἀμφίβ., Wern εἰς Τρυφιόδ. (γραπτ. Τριφ-). 322· ἄλλως ἀείποτε ῠ].
}}
{{bailly
|btext=ύος (ἡ) :<br />foule, <i>particul.</i> foule d’hommes ; <i>au sg. collect.</i> le bas peuple.<br />'''Étymologie:''' ion. c. [[πλῆθος]].
}}
}}