ἑωλοκρασία: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑωλοκρᾱσία''': ἡ, ([[κρᾶσις]]) [[μῖγμα]] ζωμῶν ἐξ ἑώλων δείπνων, [[ὅπερ]] ἐπέχεον ἐπὶ τῶν καταβληθέντων ἐκ τῆς μέθης καὶ τοῦ ὕπνου συντρόφων αὑτῶν οἱ μὴ μεθυσθέντες συμπόται αὐτῶν [[χάριν]] παιδιᾶς καὶ γέλωτος κατὰ τὸ [[τέλος]] συμποσίου, μεταφ., ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας τῆς [[αὐτοῦ]] κατασκεδάσας, καταχύσας ἐπ’ ἐμὲ τὰ ἀηδῆ καὶ ἕωλα κράματα τῆς [[ἑαυτοῦ]] κακίας, Δημ. 242. 13, [[ἔνθα]] ὁ Σουίδας παρατηρεῖ: «ἐγὼ δὲ [[μᾶλλον]] [[νομίζω]] πεποιῆσθαι τὸ [[ὄνομα]] ὑπὸ τοῦ ῥήτορος ἀπὸ τῶν ἑώλων, ἅ ἐστιν ἀρχαῖα, ὅτι πράγματα ἀρχαῖα συγκεράσας κατηγορεῖ ὁ Αἰσχίνης» Σουΐδ. ἐν λ., πρβλ. Λουκ. Συμπ. 3· ἀλλ’ ἐν τῷ χωρίῳ τοῦ Πλουτ. 2. 148Α, ἐμμένει τὸ... δυσάρεστον, [[ὥσπερ]] [[ἑωλοκρασία]] τις ὕβρεως ἢ ὀργῆς, φανερῶς [[εἶναι]] = τῷ [[κραιπάλη]], Ἡσύχ.
|lstext='''ἑωλοκρᾱσία''': ἡ, ([[κρᾶσις]]) [[μῖγμα]] ζωμῶν ἐξ ἑώλων δείπνων, [[ὅπερ]] ἐπέχεον ἐπὶ τῶν καταβληθέντων ἐκ τῆς μέθης καὶ τοῦ ὕπνου συντρόφων αὑτῶν οἱ μὴ μεθυσθέντες συμπόται αὐτῶν [[χάριν]] παιδιᾶς καὶ γέλωτος κατὰ τὸ [[τέλος]] συμποσίου, μεταφ., ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας τῆς [[αὐτοῦ]] κατασκεδάσας, καταχύσας ἐπ’ ἐμὲ τὰ ἀηδῆ καὶ ἕωλα κράματα τῆς [[ἑαυτοῦ]] κακίας, Δημ. 242. 13, [[ἔνθα]] ὁ Σουίδας παρατηρεῖ: «ἐγὼ δὲ [[μᾶλλον]] [[νομίζω]] πεποιῆσθαι τὸ [[ὄνομα]] ὑπὸ τοῦ ῥήτορος ἀπὸ τῶν ἑώλων, ἅ ἐστιν ἀρχαῖα, ὅτι πράγματα ἀρχαῖα συγκεράσας κατηγορεῖ ὁ Αἰσχίνης» Σουΐδ. ἐν λ., πρβλ. Λουκ. Συμπ. 3· ἀλλ’ ἐν τῷ χωρίῳ τοῦ Πλουτ. 2. 148Α, ἐμμένει τὸ... δυσάρεστον, [[ὥσπερ]] [[ἑωλοκρασία]] τις ὕβρεως ἢ ὀργῆς, φανερῶς [[εἶναι]] = τῷ [[κραιπάλη]], Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> mélange de lie <i>ou</i> des impuretés du vin;<br /><b>2</b> goût fétide <i>ou</i> mauvaise odeur que laisse l’ivresse.<br />'''Étymologie:''' [[ἕωλος]], [[κεράννυμι]].
}}
}}