ἐκπεπληγμένως: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκπεπληγμένως''': ἐπίρρ., ἐκπ. διακεῖσθαι, διατελεῖν ἐν καταστάσει φόβου πανικοῦ, Δημ. 1447. 17.
|lstext='''ἐκπεπληγμένως''': ἐπίρρ., ἐκπ. διακεῖσθαι, διατελεῖν ἐν καταστάσει φόβου πανικοῦ, Δημ. 1447. 17.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec frayeur.<br />'''Étymologie:''' ἐκπεπληγμένον, part. pf. Pass. de [[ἐκπλήττω]].
}}
}}