οἰκοδεσποτέω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκοδεσποτέω''': εἶμαι [[δεσπότης]], [[κύριος]] τοῦ οἴκου, ἀρχηγὸς τῆς οἰκογενείας, [[οἰκοδεσπότης]], Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ε΄, 14. ΙΙ. ἐπὶ ἀστρολογικῆς σημασίας, ἐπὶ τῶν [[ἑκάστοτε]] ἐπικρατούντων πλανητῶν, Λουκ. π. Ἀστρολ. 20, Πλούτ. 2. 908Β, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 57, κτλ.· πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ.
|lstext='''οἰκοδεσποτέω''': εἶμαι [[δεσπότης]], [[κύριος]] τοῦ οἴκου, ἀρχηγὸς τῆς οἰκογενείας, [[οἰκοδεσπότης]], Ἐπιστ. πρ. Τιμ. ε΄, 14. ΙΙ. ἐπὶ ἀστρολογικῆς σημασίας, ἐπὶ τῶν [[ἑκάστοτε]] ἐπικρατούντων πλανητῶν, Λουκ. π. Ἀστρολ. 20, Πλούτ. 2. 908Β, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 57, κτλ.· πρβλ. τὸ ἑπόμ. ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>t. d’astrol.</i> avoir une influence dominante sur la destinée <i>en parl. des signes du zodiaque qui ont, chacun dans son domaine propre ([[οἶκος]] « maison »), une influence particulière</i>.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκοδεσπότης]].
}}
}}