εὐδίοπτος: Difference between revisions

15
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδίοπτος''': -ον, δι’ οὗ εὐκόλως δύναται νὰ ἴδῃ τις, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 13, 12, Προβλ. 23. 8 καὶ 38˙ τὸ εὐδ., [[διαφάνεια]], ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 23.
|lstext='''εὐδίοπτος''': -ον, δι’ οὗ εὐκόλως δύναται νὰ ἴδῃ τις, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 13, 12, Προβλ. 23. 8 καὶ 38˙ τὸ εὐδ., [[διαφάνεια]], ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 23.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐδίοπτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός διά μέσου του οποίου μπορεί [[κάποιος]] να δει εύκολα, ο [[διαφανής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐδίοπτον</i><br />η [[διαφάνεια]] («τὸ εὐδίοπτον τῆς θαλάσσης», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>δί</i>-<i>οπτος</i> «[[διαφανής]]»].
}}
}}