ταυρογενής: Difference between revisions

40
(6_7)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ταυρογενής''': -ές, ἀμφίβολον ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28. 7.
|lstext='''ταυρογενής''': -ές, ἀμφίβολον ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28. 7.
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>πιθ.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Βάκχου) αυτός που γεννήθηκε από ταύρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]] <span style="color: red;"><</span> [[γίγνομαι]])].
}}
}}