3,274,916
edits
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰσιτήριος''': -ον, ([[εἴσειμι]]) ὁ τῆς εἰσόδου, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν εἴσοδον· - εἰσιτήρια (ἐνν. [[ἱερά]]), τά, [[θυσία]] κατὰ τὴν ἀρχὴν ἔτους ἢ κατὰ τὴν εἰσέλευσιν εἰς [[ἀξίωμα]], Δημ. 400. 24· εἰσιτήρια [[ὑπὲρ]] τῆς βουλῆς ἱεροποιῆσαι ὁ αὐτ. 552. 3, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1245· [[οὕτως]], εἰσιτήριοι θυσίαι Ἡλιόδ. 7. 2· πρβλ. [[εἰσηλύσια]]. | |lstext='''εἰσιτήριος''': -ον, ([[εἴσειμι]]) ὁ τῆς εἰσόδου, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν εἴσοδον· - εἰσιτήρια (ἐνν. [[ἱερά]]), τά, [[θυσία]] κατὰ τὴν ἀρχὴν ἔτους ἢ κατὰ τὴν εἰσέλευσιν εἰς [[ἀξίωμα]], Δημ. 400. 24· εἰσιτήρια [[ὑπὲρ]] τῆς βουλῆς ἱεροποιῆσαι ὁ αὐτ. 552. 3, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 1245· [[οὕτως]], εἰσιτήριοι θυσίαι Ἡλιόδ. 7. 2· πρβλ. [[εἰσηλύσια]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>anc. att.</i> [[ἐσιτήριος]];<br />qui concerne l’entrée <i>ou</i> l’abord.<br />'''Étymologie:''' [[εἴσειμι]]. | |||
}} | }} |