γεραίρω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γεραίρω''': Ἐπ. παρατ. γέραιρον Ἰλ. μέλλ. γερᾰρῶ Ἀνθ. II. παραρτ. 393· ἀόρ. α΄ ἐγέρηρα Συλλ. Ἐπιγρ. 2936, Ἀνθ., γέρηρα Συλλ. Ἐπιγρ. 1167· ἐγέρᾱρα Πίνδ. Ο. 5. 11, Ν. 5. 15· πρβλ. [[ἐπιγεραίρω]]· ([[γέρας]]). Τιμῶ ἢ ἀνταμείβω διὰ δώρου, νώτοισιν δ’ Αἴαντα διηνεκέεσσι γέραιρεν Ἰλ. Η. 321, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 437. 441, κτλ.· [[καθόλου]], τιμῶ, [[δοξάζω]], τινὰ Πίνδ. Ο. 3. 3· μ. δοτ. τρόπου ἢ ὀργάνου, βωμοὺς ἑορταῖς [[αὐτόθι]] 5. 11· γ. τινὰ φωνῇ Ἀριστοφ. Θεσμ. 961· δώροις και ἀρχαῖς καὶ ἕδραις καὶ πάσαις τιμαῖς Ξεν. Κύρ. 8. 1, 39· στεφάνοις ὁ αὐτ. Ἑλλ. 1. 7, 33· ὃν… ἐστεφάνωσε γεραίρων Ἐπιτάφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 401. – Παθ., [[τίμιος]] γεραίρεται Εὐρ. Ἱκέτ. 553· τιμαῖς Ξεν. Κύρ 8. 8, 4. 2) τἀνάπαλιν, γ. τινί τι, [[παρέχω]] ὡς τιμητικὸν [[δῶρον]], δωροῦμαι, τὰ [[Ἰοβάκχεια]] τῷ Διονύσω παρὰ Δημ. 1371. 25· οὕτω [[μέσος]] τις ἀόρ. ἀπαντᾷ ἔν τινι ἐπιτυμβ., γονέσι [[μνῆμα]] γερασσάμενος Ἐπιγράμμ. Ἑλλήν. 425. ΙΙ. [[ἑορτάζω]], τὰ πάθεα τραγικοῖσι χοροῖσι Ἡρόδ. 5. 67. – Ποιητ. [[λέξις]] ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ Ξεν.· τὸ τοῦ Πλάτ. Πολ. 468D ἀναφέρεται εἰς Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.
|lstext='''γεραίρω''': Ἐπ. παρατ. γέραιρον Ἰλ. μέλλ. γερᾰρῶ Ἀνθ. II. παραρτ. 393· ἀόρ. α΄ ἐγέρηρα Συλλ. Ἐπιγρ. 2936, Ἀνθ., γέρηρα Συλλ. Ἐπιγρ. 1167· ἐγέρᾱρα Πίνδ. Ο. 5. 11, Ν. 5. 15· πρβλ. [[ἐπιγεραίρω]]· ([[γέρας]]). Τιμῶ ἢ ἀνταμείβω διὰ δώρου, νώτοισιν δ’ Αἴαντα διηνεκέεσσι γέραιρεν Ἰλ. Η. 321, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 437. 441, κτλ.· [[καθόλου]], τιμῶ, [[δοξάζω]], τινὰ Πίνδ. Ο. 3. 3· μ. δοτ. τρόπου ἢ ὀργάνου, βωμοὺς ἑορταῖς [[αὐτόθι]] 5. 11· γ. τινὰ φωνῇ Ἀριστοφ. Θεσμ. 961· δώροις και ἀρχαῖς καὶ ἕδραις καὶ πάσαις τιμαῖς Ξεν. Κύρ. 8. 1, 39· στεφάνοις ὁ αὐτ. Ἑλλ. 1. 7, 33· ὃν… ἐστεφάνωσε γεραίρων Ἐπιτάφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 401. – Παθ., [[τίμιος]] γεραίρεται Εὐρ. Ἱκέτ. 553· τιμαῖς Ξεν. Κύρ 8. 8, 4. 2) τἀνάπαλιν, γ. τινί τι, [[παρέχω]] ὡς τιμητικὸν [[δῶρον]], δωροῦμαι, τὰ [[Ἰοβάκχεια]] τῷ Διονύσω παρὰ Δημ. 1371. 25· οὕτω [[μέσος]] τις ἀόρ. ἀπαντᾷ ἔν τινι ἐπιτυμβ., γονέσι [[μνῆμα]] γερασσάμενος Ἐπιγράμμ. Ἑλλήν. 425. ΙΙ. [[ἑορτάζω]], τὰ πάθεα τραγικοῖσι χοροῖσι Ἡρόδ. 5. 67. – Ποιητ. [[λέξις]] ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ Ξεν.· τὸ τοῦ Πλάτ. Πολ. 468D ἀναφέρεται εἰς Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> γεραρῶ, <i>ao.</i> ἐγέρηρα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. seul. prés.</i><br />honorer <i>ou</i> récompenser par une marque d’honneur : τινά τινι offrir qch en présent à qqn, comme, marque d’honneur ; honorer, glorifier : δώροις καὶ πάσαις τιμαῖς XÉN par des présents et toute sorte d’honneurs ; <i>Pass.</i> être honoré : τιμαῖς XÉN de marques de considération.<br />'''Étymologie:''' [[γέρας]].
}}
}}