ἠπιόχειρ: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠπιόχειρ''': ειρος, ὁ, ἡ, ἔχων πραεῖαν, καταπραΰνουσαν χεῖρα, [[Ἀπόλλων]] Ἀνθ. Π. 9. 525, 8.
|lstext='''ἠπιόχειρ''': ειρος, ὁ, ἡ, ἔχων πραεῖαν, καταπραΰνουσαν χεῖρα, [[Ἀπόλλων]] Ἀνθ. Π. 9. 525, 8.
}}
{{bailly
|btext=χειρος (ὁ, ἡ)<br />dont la main adoucit, soulage.<br />'''Étymologie:''' [[ἤπιος]], [[χείρ]].
}}
}}