γνωριστικός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γνωριστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] πρὸς πρόσκτησιν γνώσεως, Πλάτ. Ὁρ. 414C, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 2, 13· τινος ὁ αὐτ. Φυσ. 2. 2, 10· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Μεταφ. 3. 2, 20.
|lstext='''γνωριστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] πρὸς πρόσκτησιν γνώσεως, Πλάτ. Ὁρ. 414C, Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 2, 13· τινος ὁ αὐτ. Φυσ. 2. 2, 10· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Μεταφ. 3. 2, 20.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />capable de connaître, gén..<br />'''Étymologie:''' [[γνωρίζω]].
}}
}}